Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

"Το μαντίλι"

Nikos Delkos

 Περιοδικό ΜΟΤΟ, τεύχος 530, Ιανουάριος 2014, σελ. 108 "Το Μαντίλι", μια διαφορετική ιστορία του Νίκου Δέλκου. (Ιστορίες. "Το μαντίλι" Ένα κείμενο διαφορετικό από εκείνα που συνήθως φιλοξενούμε στις σελίδες του περιοδικού, μια ιστορία ανάμεσα στον άνθρωπο και την μοτοσυκλέτα του που ξεχειλίζει από συναίσθημα).

ΤΟ ΜΑΝΤΙΛΙ

Πήγε στην αυλή κι έβρεξε το μαντίλι πριν το περάσει με διπλό κόμπο στο λαιμό του.

Το έκανε συχνά αυτό τους ζεστούς μήνες, σχεδόν πάντα. Τον κράταγε δροσερό κι εφάρμοζε καλύτερα έτσι βρεγμένο.

 Ήταν το αγαπημένο του. Είχε πολλά σε διάφορα χρώματα και σχέδια.

 Όμως αυτό το γαλαζοπράσινο μαντίλι - πετρόλ ή τιρκουάζ το έλεγαν μερικοί – το φόραγε πάντα στα μοτοσυκλετιστικά ταξίδια του.
Το είχε ξεχωρίσει από την αρχή όταν πρωταγόρασε τρία – τέσσερα, πάνε χρόνια τώρα, για το χρώμα του και το σχέδιό του. Δεν ήταν ακριβό, ένα πακέτο τσιγάρα όλο κι όλο.

Χώραγε στη χούφτα του, αλλά όταν το έδενε στο μπράτσο του καθρέφτη της μοτοσικλέτας του και ξεκίναγε για ταξίδια, για νέες διαδρομές, το μαντίλι μεγάλωνε, γιγάντωνε, ανέμιζε και γινόταν σημαία και λάβαρο και παντιέρα της κηρυγμένης, ήδη από καιρό, ανεξαρτησίας του.
 Το έδεσε στο λαιμό του προσεκτικά. Ούτε πολύ χαλαρό ούτε πολύ σφιχτό. Συχνά το έδενε στο μέτωπό του, όπως οι πειρατές, άλλοτε το έκανε μαντίλα, το πέρναγε κόμπο στον καρπό του χεριού του, στους ιμάντες του σακιδίου του.

Σε όλες τις απεργίες, σε όλες τις πορείες, σύντροφος κι αυτό με τους άλλους απεργούς, πορευόταν στο δρόμο του αγώνα και της διεκδίκησης. Κάλυπτε κάποιες φορές το πρόσωπό του - στους δύσκολους για το κίνημα καιρούς – τον προστάτεψε άλλες, έτσι βρεγμένο που το συνήθιζε, από τα καπνογόνα και τα δακρυγόνα στις διαδηλώσεις, στις διαμαρτυρίες, στις συγκρούσεις, στις κινητοποιήσεις.

Με αυτό κράταγε την παρέα των φίλων του και τον κρατούσαν συνάμα, όταν χόρευαν εκείνους τους γνωστούς ηπειρώτικους, στα τρία, σκοπούς – «Γιάννη μου το μαντίλι σου γιατί είναι λερωμένο - πέντε ποτάμια το έπλεναν έβαψαν και τα πέντε» – σ’ εκείνο το ορεινό χωριό κάθε καλοκαίρι στο πανηγύρι, που παρ ότι δεν ήταν κανενός τους το χωριό, το κάνανε δικό τους, το υιοθετήσανε για τις οξιές, τις καστανιές, τα πέτρινα σπίτια και την πλακόστρωτη πλατεία με το μεγάλο πλάτανο στη μέση.

 Πλησίασε στη μοτοσικλέτα του…… « Τι είναι η ζωή;

Απ’ εδώ ως εκεί απέναντι. Μερικές ώρες δρόμος με τα πόδια. Ξεκίνησες το πρωί το απόγιομα έφτασες. Να προσέχεις όμως παλικάρι μου. Να μην τη φοβάσαι τη ζωή.

Όσο ανοίγεις παρτίδες μαζί της τόσο αυτή σ’ ανταμείβει. Έμπα στο παιχνίδι, όχι απ’ όξω. Όχι παρατηρητής αλλά παίχτης. Όταν παίζεις με τη ζωή ποτέ δεν χάνεις. Και να σου πω γιατί; Γιατί το ίδιο το παιχνίδι είναι κέρδος.

Ακόμα κι όταν «χάνεις», κερδισμένος είσαι. Να, σαν τούτο το δρόμο που θα πας τώρα είναι η ζωή…. Απ’ εδώ ως εκεί απέναντι… Μερικές ώρες δρόμος με τα πόδια.. Εσύ θα το κάνεις πολύ λιγότερο, είκοσι - τριάντα λεπτά, άντε σαράντα. Άντε παλικάρι μου, καλό δρόμο και να προσέχεις μ’ αυτό το θεριό…. Έχει απ’ όλα η ζωή, όπως κι αυτός ο δρόμος που τώρα θα διαβείς. Εσύ θα δεις τι θα αντέξεις και με τι θα μαγευτείς, τι θα πεθυμήσεις και τι θα γευτείς, που θα γκαζώσεις και που θα κόψεις…

Τη βλέπεις τούτη την ανθισμένη τριανταφυλλιά; Αυτή είναι η ζωή λεβέντη μου. Σε μεθάει με το άρωμά της, σε ξεσκίζει με τα αγκάθια της. Άντε πολλά σου λέω, τα ξέρεις εσύ, σε χασομερώ κιόλας. Αν ξανάρθεις και ζω, έλα να με βρεις, να ξαναμείνεις….».

 Το «εδώ» ήταν το Μικρό Πάπιγκο. Το «εκεί απέναντι» ήταν η Αρίστη και ο Βίκος κι αμέσως μετά το φαράγγι του Βίκου. Ήταν νωρίς-νωρίς ένα πρωί, τότε που η Άνοιξη φτάνει στο τέλος της και σπαρταρά και χάνεται και σβήνει και λειώνει, σαν μια γυναίκα όπως ύστερα από επαναληπτικούς οργασμούς, στην αγκαλιά του καλοκαιριού που έρχεται, στο τελευταίο της ερωτικό ξέσπασμα και παραλήρημα.

Μόλις είχε πιει μαζί με το γέροντα τον ζεστό ελληνικό καφέ, που εκείνος είχε ετοιμάσει, στην αυλή του σπιτιού του και τώρα που ο γέροντας τον ξεπροβοδούσε με το πρωινό φιλοσοφικό και συνάμα ρητορικό ερώτημά του, για το «τι είναι η ζωή», τον καμάρωνε φανερά και απροσχημάτιστα καθώς ετοίμαζε τη μοτοσικλέτα του να φύγει. Αναπολούσε ίσως κι εκείνος τα νιάτα του, μπορεί να θυμόταν τον εαυτό του να τρέχει καβαλάρης, όχι πάνω σε μοτοσικλέτα αλλά σε άλογο ξεσέλωτο, ίσως και χωρίς χαλινάρι, κάνοντας την ίδια διαδρομή, «απ’ εδώ ως εκεί απέναντι».

 Άρχισε να ντύνεται. Μπουφάν, κράνος, γάντια. Μόλις δύο μέρες πριν είχε φτάσει αργά το απόγευμα στο Μικρό Πάπιγκο, και καθώς ξεδίψαγε και ξαπόσταινε στον αυλόγυρο της εκκλησίας των Ταξιαρχών αγναντεύοντας κατά το φαράγγι του Βίκου, συνάντησε το γέροντα.

Είχε ξαναπάει κι άλλες φορές στο χωριό, μα κάθε φορά νόμιζε πως ήταν η πρώτη του, η παρθενική του. Καθίσανε στο πεζούλι ανάμεσα στις τοξωτές καμάρες του υπόστεγου της εκκλησιάς . Κουβέντιαζαν ώρα. Ρώτησε το γέροντα για δωμάτιο. «Θα βρεις πολλά» απάντησε εκείνος, «βλέπεις δεν είναι σαββατοκύριακο που μας θυμούνται όλοι. Αν θέλεις, όμως, έλα σπίτι μου χωρίς πλερωμή, έχω μια κάμαρα και για σένα, μόνος μου είμαι. Θα σε φιλέψω κιόλας.». Τον ευχαρίστησε, δέχτηκε με χαρά. Όχι τόσο για «την μη πλερωμή» όσο για την πρόσκληση, για την παρέα. Ρύθμισε τους καθρέφτες, ταίριαξε το μαντίλι στο λαιμό του, ευχαρίστησε για μια ακόμη φορά το γέροντα για τη φιλοξενία του, του υποσχέθηκε ότι θα ξαναγυρίσει να τον συναντήσει και τον αποχαιρέτησε με το σήκωμα του χεριού του. Εκείνος ανταπέδωσε. Μίζα. Άναψε τα φώτα, συμπλέκτης, πρώτη. Γκάζωσε γλυκά-γλυκά.

Καθώς απομακρυνόταν έβλεπε το γέροντα στον καθρέφτη να έχει ακόμη σηκωμένο το χέρι του στη θέση του αποχαιρετισμού. Τον αναπολούσε στη μνήμη του και τον θυμόταν πιο συχνά, έτσι, μέσα στην κορνίζα του καθρέφτη της μοτοσικλέτας του, με σηκωμένο το χέρι, να μικραίνει και ξαφνικά στην πρώτη στροφή να χάνεται, παρά όλες τις άλλες ώρες που περάσανε μαζί, χωρίς ούτε ο ίδιος να κατανοεί το γιατί.

 Είχε τώρα μπροστά του να κάνει τη «διαδρομή της ζωής», η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν «απ’ εδώ ως εκεί απέναντι». Έτσι, αλήθεια, δεν είναι και η ζωή όλων μα και η δική του; Μερικές ώρες δρόμου. Μια διαδρομή με ευθείες, καμπύλες και τεθλασμένες. Με στροφές κλειστές και ανοιχτές, με φουρκέτες, με ανηφόρες και κατηφόρες. Με τούνελ και γέφυρες. Με απόγνωση κι ελπίδα. Κάποιοι φεύγουν στις «στροφές». Τα φρένα της ζωής δεν πιάνουν πάντα. Κάποιοι μένουν στις ανηφόρες. Μα το ταξίδι συνεχίζεται.. με λακκούβες και σαμαράκια, με φως και σκιές, με άνυδρες πλαγιές και καταπράσινα βουνά. Όπως η διαδρομή από το Μικρό Πάπιγκο ως την Αρίστη και το Βίκο. Αλλού με σήμανση, αλλού χωρίς. Δεν του άρεσαν οι γραμμικές εξισώσεις και πιο πολύ οι μεγάλες ευθείες και οι εθνικές οδοί. Η ομορφιά του ταξιδιού και της διαδρομής ήταν αλλού…. Έμαθε ταξιδεύοντας να τα ανακαλύπτει.

Πέρασε κανένα δεκάλεπτο οδηγώντας. Σύμφωνα με τη φιλοσοφική ρήση του γέροντα, σε αυτόν το χρόνο, οδηγώντας με το «θεριό» έπρεπε να είχε γίνει έφηβος, δεκαοχτάρης σχεδόν. Σταμάτησε ν’ αγναντέψει, ν’ ατενίσει το τοπίο. Έβγαλε το κράνος και ξεπέζεψε. Ψηλό βουνό, καμαρωτό αγνάντεμα. Έλυσε το μαντίλι και το έδεσε στον καθρέφτη. Για μία ακόμη φορά η ψυχή του ακροβατούσε στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Ο νους μάταια προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία.

Η άνοιξη προϋποθέτει το χειμώνα. Η σταύρωση χρειάζεται τον Ιούδα. Για την ανάσταση είναι απαραίτητος, πρώτα, ο θάνατος. Αναρωτιόταν αν η ζωή είναι τείχος απροσπέλαστο, μονοπάτι δύσβατο, τρύπιο σκαρί σε φουρτουνιασμένο ωκεανό και όχι αυτό που πάντα λαχταρούσε: Ελευθερία, δημιουργία, ελπίδα, έρωτας, αμφισβήτηση, γοητεία, ταξίδι, αγώνας και χορός με το μαντίλι στο λαιμό ή στο χέρι.

Πολλές φορές με το μαντίλι δρόσιζε το μέτωπό του, τα χέρια του, το στέρνο του, αφού πρώτα το έβρεχε στο νερό. Δεν το έπλενε ποτέ. Κι όμως το μαντίλι αυτό, τόσα χρόνια τώρα, λερό και βρόμικο δεν ήταν κι ας φαινόταν ταλαιπωρημένο. Ποτέ δεν το έβαλε στο πλυντήριο ή στη σκάφη με άλλα ρούχα, ποτέ δεν έβαλε απορρυπαντικό πάνω του. Όμως συχνά το βούταγε σε δροσερά νερά, σε ποτάμια, σε πηγές κρυφές, σε λίμνες, σε θάλασσες. Συχνά ποτιζόταν με τη βροχή και μούσκευε με εκείνες τις καλοκαιριάτικες μπόρες, δεμένο στο λαιμό. Έτσι ξεπλενόταν το μαντίλι και καθάριζε.

Πάντα όμως κράταγε και ενσωμάτωνε και αφομοίωνε και περνούσε αναπόδραστα και ανεξίτηλα στις ίνες του, τις ευωδιές της άνοιξης, το φέγγος του καλοκαιριού, τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος του φθινοπώρου, την αχλή του χειμώνα. Ποτίστηκε με τον ιδρώτα του κορμιού του.

Βάφτηκε με το αίμα του καθώς έδενε την πληγή του ύστερα από εκείνη την ανόητη πτώση, ούτε κι ο ίδιος κατάλαβε πως έγινε. Βάφτηκε με το αίμα του συντρόφου του διαδηλωτή σ’ εκείνη την απεργία, να μην περάσουν οι απολύσεις των συναδέλφων τους. Ταξίδεψε μαζί του στην Κύπρο, τον Αύγουστο του’96, σ’ εκείνη την ανεπανάληπτη και μοναδική πορεία των μοτοσικλετιστών απ’ όλη την Ευρώπη, «ΒΕΡΟΛΙΝΟ – ΚΕΡΥΝΕΙΑ», να τον κρατά συντροφιά στις συγκλονιστικές και γεμάτες αγωνία στιγμές και ώρες του τελικού κομματιού της πορείας κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής και προς τα κατεχόμενα.

Ποτίστηκε με τα δάκρυά του που μάταια και ανώφελα προσπαθούσε να συγκρατήσει μπροστά στις απάνθρωπες και άνανδρες δολοφονίες του Τάσου Ισαάκ και Σολωμόντα Σολωμού από τους τούρκους εποίκους. Το ίδιο βράδυ στη συγκέντρωση, στα συρματοπλέγματα της Πράσινης Γραμμής, διαδήλωνε με το μαντίλι δεμένο στο κοντάρι του πανό, που είχε μόλις φτιάξει και έγραφε:

«ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΡΘΙΟΣ ΠΑΡΑ ΝΑ ΖΕΙΣ ΓΟΝΑΤΙΣΤΟΣ».

 Εμποτίστηκε στις ατέλειωτες ώρες των ταξιδιών και του ξαποστάματος, από τις μύχιες σκέψεις του, από τα χτυποκάρδια του, από τις ανησυχίες της ψυχής του. Από το τρυφερό και στοργικό τελευταίο κλείσιμο των ματιών στον φίλο που έφυγε νωρίς σε κάποια απ’ τις «στροφές της ζωής», βιώνοντας το σπαραγμό και την απώλεια, το λυγμό αλλά και τον βουβό θρήνο.

Αποτύπωσε για πάντα όσα είδαν, άκουσαν, γεύθηκαν, οσφράνθηκαν και άγγιξαν οι αισθήσεις του. Τους ήχους της βροχής, τον αχό του χείμαρρου. Τον ήχο του κινητήρα στο ρελαντί και στο κόκκινο. Το κελάηδισμα των πουλιών, τα φθινοπωρινά «χαλιά» από φύλλα στις εντουροβόλτες, το χτυποκάρδι του ανεκπλήρωτου πόθου. Του αγεριού το φύσημα, το κόκκινο κρασί, την αναστάτωση της νέας συνάντησης. Τη νυχτερινή συναυλία των τριζονιών, τους ήχους από τα ομαδικά γκαζώματα της παρέας, τη μυρωδιά του ψημένου κυδωνιού. Τον παφλασμό των κυμάτων, την τρικυμία του έρωτα.
 Θωρούσε κατά τη χαράδρα του Βίκου με τα μάτια του πότε κλειστά, πότε ανοιχτά.  Ο δροσερός αέρας που φύσηξε του προσδιόρισε ξανά τον τόπο και το χρόνο. Ξεκίνησε πάλι. Δεν βιαζόταν, αλλά είχε δρόμο να πορευτεί. Ήθελε το βράδυ, ότι ώρα, να φτάσει στην πανελλήνια συγκέντρωση των μοτοσικλετιστών.

Πάλι ο γέροντας στο μυαλό του. «Τι είναι η ζωή»; Κοντέρ που γράφει χιλιόμετρα, απάντησε μόνος του. Καινούργια η μοτοσικλέτα, μηδέν χιλιόμετρα. Που, πώς, πότε και πόσα θα γράψει; Σε κάποια χιλιόμετρα όμως θα σταματήσει. Κάθε χιλιόμετρο, κάθε μέρα, ώρα, λεπτό και στιγμή πλησιάζεις προς το τέλος της διαδρομής…… …

Γι αυτό λοιπόν……. Απολάμβανε τη διαδρομή με το μαντίλι τώρα πάλι στο λαιμό του, φρέσκο και δροσερό, βρεγμένο με το τρεχούμενο νερό της αυτοσχέδιας βρύσης που σε μια στροφή βρήκε μπροστά του.

 Το μαντίλι…. Αντίκρισε κι αυτό μαζί του το απέραντο του κάμπου και των κορυφογραμμών. Ανέβηκε στο κάστρο της Μονεμβασιάς, βούτηξε στα καθάρια νερά της Μονής Πρέβελη στο Λιβυκό πέλαγος. Ξενύχτησε στα πανηγύρια της Ελύμπου στην Κάρπαθο. Θαύμασε τον κόσμο από τις πλαγιές του Όλυμπου, του Κίσσαβου, του Ψηλορείτη, του Ταύγετου. Χάθηκε στα σοκάκια των Πηλιορείτικων χωριών. Μαγεύτηκε από τις θαλασσινές σπηλιές των Παξών. Κι ένα πρωί, ένα πρώιμο καλοκαιριάτικο πρωινό σαν και τούτο το σημερινό του, πριν χρόνια, χαράματα σχεδόν στα ίδια τούτα μέρη που βρισκόταν τώρα, το μαντίλι βαφτίστηκε στα νερά του Βοϊδομάτη, δίπλα και κάτω από την τοξωτή γέφυρα.

Είχε στήσει τη σκηνή του από βραδύς πλάι στο ποτάμι, τόσο κοντά που σχεδόν ήταν έτοιμη να ενδώσει στα τρεχούμενα νερά. Δίπλα η μοτοσικλέτα κάτω από τα πλατάνια. Ξύπνησε νωρίς, τότε. Έλυσε το μαντίλι από το τεντωμένο σχοινί της σκηνής – πάντα εκεί το έδενε όταν ήταν μέσα, δίκην σημαίας που υποδήλωνε την παρουσία εντός του παλατιού του αρχηγού του κράτους ή του βασιλιά – και το πέταξε στα ήσυχα γαλαζοπράσινα και βαθιά, σε εκείνο το σημείο, νερά του Βοϊδομάτη. Γαλαζοπράσινο και αυτό, ξεχώριζε σαν ένα φύλλο νούφαρου που μυστηριωδώς, πως, βρέθηκε σ’ ένα ποτάμι. Μετά βούτηξε κι εκείνος, απαλλαγμένος από κάθε ρούχο, σαν οι ασθενείς στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ και μ’ ένα μακροβούτι το έπιασε, το κράτησε ευλαβικά κολυμπώντας για ώρα στο παγωμένο νερό και βγήκε ξαναγεννημένος, φορώντας το, έτσι βρεγμένο και καθαγιασμένο στο λαιμό του.
   Το μαντίλι…. Ποτίστηκε με τις λαχτάρες του, τις επιθυμίες του, τους καημούς του, τα σεκλέτια του, τους σεβντάδες του, τους πόθους του, τους έρωτές του, τα πάθη του, το γέλιο και το κλάμα του, τις χαρές του και τις λύπες του, τις αγωνίες , τις ανησυχίες, τους πόνους, τα όνειρά του, τις εκρήξεις του, την ηρεμία του, τις ελπίδες του..

Με όσα τον γοήτευσαν, με όσα πυρπόλησαν τη σκέψη του, με όσα πυροδότησαν τη δράση του, με όσα κούρσεψαν την καρδιά του. Αισθάνθηκε κι αυτό, το βλέμμα, το χάδι, την τρυφερότητα, τη μυρωδιά και το άγγιγμα του γυναικείου κορμιού. Νότισε κι αυτό με τον ιδρώτα της ατέλειωτης επιθυμίας και της απύθμενης ηδονής στις άναρχες χαρτογραφήσεις της αναστάτωσης των κορμιών.

…..Έσβησε όλα τα φώτα της μοτοσικλέτας του κι ας ήταν σχεδόν μεσάνυχτα, κι ας έτρεχε με εκατόν σαράντα. Ήταν τα τελευταία χιλιόμετρα στον επαρχιακό δρόμο, μια μεγάλη ευθεία πριν το κάμπινγκ, δίπλα στη θάλασσα, της πανελλήνιας μοτοσικλετιστικής συγκέντρωσης.

Το δρόμο τον γνώριζε, τον είχε ξανακάνει στο παρελθόν δύο-τρεις φορές. Ο μικρός κάμπος φάνταζε αλλιώς, τώρα, χωρίς κανένα φωτισμό και με το φεγγάρι ψηλά να του φωτίζει, μόνο αυτό, καθαρά το δρόμο. Πανσέληνος.. Κατέβασε γρήγορα ταχύτητα από την πέμπτη στο νεκρό και έσβησε το μοτέρ. Η μοτοσικλέτα συνέχισε την πορεία της. Ακουγόταν μόνον ο θόρυβος των τροχών από την επαφή τους με την άσφαλτο και το σφύριγμα του αέρα μέσα από το κράνος. Τι σκέφτεται κανείς όταν οδηγεί; Τίποτα και όλα. Τώρα ρουφούσε τη σιγαλιά της νύχτας, και ψυχανεμιζόταν τον μακρινό αχό της συγκέντρωσης. Ξανά ταχύτητα στο κιβώτιο, το μοτέρ πήρε μόνο του μπροστά, άναψε τα φώτα, πλησίαζε….

 Οι μοτοσικλέτες είναι για να οργώνουν τους δρόμους κι όχι να είναι ακινητοποιημένες στο στάντ έξω από τα καφέ. Τα βιβλία είναι για να διαβάζονται και όχι να μένουν στα ράφια. Τα πλοία είναι για να ταξιδεύον κι όχι να μένουν δεμένα στ’ απάνεμα λιμάνια… Και το μαντίλι τι είναι; Ρώτησε απλά τον εαυτό του…

Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος εκείνο το βράδυ στη συγκέντρωση της πανελλήνιας, μετά τη συναυλία, με την εξέδρα δίπλα στο κύμα, σχεδόν μέσα στη θάλασσα και τον Νίκο Παπάζογλου, να τραγουδά: « εγώ δεν είμαι ποιητής, είμ’ ο λυγμός του, είμ’ ένας δείπνος μυστικός. Δίπλα ο Ιούδας κλαίει σκυφτός κι είμαι αδερφός του».

Μετά, ξαπλωμένος μέσα στη σκηνή, με το πορτάκι ανοιχτό βλέποντας ξανά το φεγγάρι, προς τη δύση του τώρα, ν’ αντιφεγγίζει μέσα στη θάλασσα, και το μαντίλι, όπως πάντα δεμένο στο τεντωμένο σχοινί της σκηνής του, δίκην σημαίας….. Σχεδόν ξημέρωνε….

Αντικρίζοντάς το να κυματίζει στο αεράκι, το αποφάσισε: Το μαντίλι, ένα πλοίο είναι κι αυτό, μια μοτοσικλέτα, ένα βιβλίο, και ωρίμασε ο χρόνος να ταξιδέψει αλλού, σε άλλο μέτωπο, σε άλλο χέρι, να δεθεί απαλά και τρυφερά με δυο κόμπους σε άλλο λαιμό. Να δροσίσει άλλο κορμί, να δεθεί σε άλλο καθρέφτη μηχανής. Ήρθε ο καιρός να κυματίσει δεμένο σε άλλο κοντάρι πανό, με αντιπολεμικά συνθήματα σε ειρηνική πορεία. Έφτασε η ώρα ευλαβικά να σκουπίσει άλλα δάκρυα για το χαμό συντρόφων και αγωνιστών για τ’ άδικο του κόσμου. Ήρθε ο καιρός να μεταδώσει κι αλλού τους τόνους από θύμησες , την απέραντη θάλασσα των εμπειριών του.

Το αποφάσισε οριστικά και αμετάκλητα.

Θα το χαρίσει. Θα το χαρίσει σε μια κοπελιά, σε μια γυναίκα.

Μπορεί να είναι ένα απομεσήμερο, κάτω από τον πλάτανο σε κάποια πλακόστρωτη πλατεία, σε ορεινό χωριό πίνοντας τσίπουρο. Μπορεί να είναι ένα βράδυ μετά από μακρινό ταξίδι με τη μηχανή, δίπλα στο κύμα, πίνοντας κρασί ή ούζο, με το φεγγάρι να κρέμεται στον ουρανό και να κάνει βουτιές στα κύματα να δροσιστεί από την κάψα του καλοκαιριού. Μπορεί να είναι σε μια απεργία, σε μια πορεία, σε μια μοτοσικλετιστική διαδήλωση, σ’ ένα συλλαλητήριο, κρατώντας το πανό ή τη ντουντούκα, φωνάζοντας συνθήματα με υψωμένη τη γροθιά, ξεθυμαίνοντας την οργή του και διεκδικώντας αυτά που λαχτάρησε, πόθησε και ονειρεύτηκε και του τα κλέψανε. Μπορεί να είναι μια εξεγερμένη από ανθούς Άνοιξη, ένα μεθυσμένο από φως Καλοκαίρι, ένα πυρπολυμένο από χρώματα Φθινόπωρο, ένας διψασμένος από θαλπωρή Χειμώνας. Σε ένα λιβάδι, σε μια θάλασσα, σ’ ένα δάσος, στο χιόνι…

Μπορεί, ακόμα, να είναι την ώρα που η μοτοσικλέτα του θα «ξεκουράζεται» από τα πολλά χιλιόμετρα, την ώρα που οι άνθρωποι και η φύση ησυχάζουν, κάποια απρόσμενη νύχτα. Τότε που τα βλέμματα, μυστικά και παρά το σκοτάδι, λεηλατούνται σε μια μάχη μέχρι τελικής πτώσης. Που τα ακροδάχτυλα αλληλοανιχνεύονται, δειλά στην αρχή και με πάθος στη συνέχεια, που οι σκέψεις, ξεδιάντροπα φανερές πια, αλληλοσυναντώνται, που τα κορμιά ενώνονται με μυστικούς κώδικες, αμήχανα πρώτα, γλυκά, στοργικά και τρυφερά κατόπιν, παθιασμένα και βίαια μετά, σε μια ανελέητη μάχη επικράτησης, χωρίς νικητές και ηττημένους, σε μια κλίμακα πόθου που δεν έχει τέλος, αλλά εκτοξεύεται στο άπειρο.

Εκεί που αν είναι αρχή ή τέλος, μέρα ή νύχτα, καλό ή κακό, παράδεισος ή κόλαση, ευλογία ή κατάρα, ανάσταση ή σταύρωση, αμαρτία ή αρετή, ειρήνη ή πόλεμος, θάνατος ή ζωή, δεν γνωρίζεις. Τότε, σε μια από αυτές τις συναντήσεις, ένα απομεσήμερο, ένα βράδυ, μια διαδήλωση, μια νύχτα, το μαντίλι θα αλλάξει χέρια, θα δεθεί με δύο κόμπους σε έναν άλλο λαιμό. Το αποφάσισε….

 Ξανά ο γέροντας στο μυαλό του. «…σε μεθάει με το άρωμά της, σε ξεσκίζει με τα’ αγκάθια της..». Τώρα, όμως, δεν αναρωτιόταν «τι είναι η ζωή». Ήξερε. Ήταν ήδη στα μισά της «διαδρομής»… Το «απόγευμα» πλησίαζε… Όμως είχε καιρό ακόμη.

Πάντα υπάρχει καιρός, χρόνος, ώρα, όταν θέλεις να ζήσεις. Θα πήγαινε να ξαναδεί το γέροντα, αν ζούσε….με την ίδια ή άλλη μοτοσικλέτα με το ίδιο ή άλλο μαντίλι. Ήταν κι εκείνη η ολάνθιστη τριανταφυλλιά στον κήπο. Ήδη είχε πεθυμήσει το άρωμά της..

Νίκος Δέλκος (έναν Ιούνιο, μετά από μια πανελλήνια, έναν Αύγουστο σε πέντε λίμνες και μια άνοιξη κι ένα καλοκαίρι κι ένα νοτισμένο φθινόπωρο στα 2-3 πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας …. ας πούμε χθες το απόγευμα).

Δεν υπάρχουν σχόλια: